κόρδακα

κόρδακα
κόρδᾱκα , κόρδαξ
cordax
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περικορδακίζω — Α χορεύω τον κόρδακα γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κορδακίζω «χορεύω τον κόρδακα»] …   Dictionary of Greek

  • Cordace — CORDĂCE, es, Gr. Κορδάκα, ας, ein Beynamen der Diana, welche ehemals ihren Tempel in Elis hatte, und den Namen von dem Tanze der Griechen, welcher Kordax hieß, bekommen, weil ihr des Pelops Gefährten daselbst dergleichen hielten, als sie gegen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κορδάκισμα — το (Α κορδάκισμα) [κορδακίζω] νεοελλ. άσεμνη, απρεπής εμφάνιση αρχ. το να χορεύει κάποιος τον κόρδακα …   Dictionary of Greek

  • κορδακίζω — (Α κορδακίζω) [κόρδαξ] νεοελλ. (ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ αρχ. χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό …   Dictionary of Greek

  • κορδακικός — κορδακικός, ή, όν (Α) [κόρδαξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα 2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῑον κορδακικώτερον», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κορδακιστής — κορδακιστής, ὁ (Α) [κορδακίζω] αυτός που χορεύει τον κόρδακα …   Dictionary of Greek

  • κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”